χολοποιός

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

όν,

   A producing bile, θέρος Hp.Hum.14, cf. S.E.M.9.96, etc.    II χ., τό, = ἀβρότονον, Ps.-Dsc.3.24.

German (Pape)

[Seite 1363] Galle machend, erzeugend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

χολοποιός: -όν, ὁ παράγων χολήν, ὁ ποιῶν, γεννῶν χολήν, θέρος Ἱππ. 50. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 96, κλπ. ΙΙ. τὸ χολοποιόν, ἕτερον ὄνομα τοῦ ἀβροτόνου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 3. 29.