ον,
A cultivating ears of corn, Δημήτηρ Nonn.D.1.104.
[Seite 931] Aehren pflegend, Nonn. D. 1, 104.
στᾰχυηκόμος: -ον, ὁ καλλιεργῶν στάχυας σίτου, ἐπιμελόμενος τῶν «γεννημάτων», Δημήτηρ Νόνν. Δ. 1. 104.