ἀλληλοφάγοι

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α

   A eating each other, Arist.HA593b27, Orac. ap. Paus.8.42.6 ; ἡ ἀ. ἀνομία S.E.M.2.32 ; ἀ. δίκαι Telecl.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλοφάγοι: α, οἱ ἀλλήλους ἐσθίοντες, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3. 17. Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6· ἡ ἀλλ. ἀνομία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 32 ἀλλ. δίκαι, Τηλεκλείδ, ἐν «Ἀμφικτύοσιν» 4· πρβλ. ἀλληλομάχος.