μύρωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A ointment spread for use, Ar.Ec.1117, cf. Eust.1295.20.
German (Pape)
[Seite 222] τό, die aufgestrichene Salbe; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μύρωμα: [ῠ], τό, χρησιμεῦον πρὸς μύρωσιν, Ἀλκαῖ. παρ’ Εὐστ. 1295, 20, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1117.