ἐμπεριβάλλω
English (LSJ)
A embrace, comprehend, dub.in Phld.Herc.1251. 8.
German (Pape)
[Seite 812] (s. βάλλω), darin umfassen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριβάλλω: περιβάλλω, ἐμπεριλαμβάνω, Ἀριστείδ. τ. 2. σ. 494.
A embrace, comprehend, dub.in Phld.Herc.1251. 8.
[Seite 812] (s. βάλλω), darin umfassen, Sp.
ἐμπεριβάλλω: περιβάλλω, ἐμπεριλαμβάνω, Ἀριστείδ. τ. 2. σ. 494.