τάων
English (LSJ)
[ᾱ], Ep. gen. pl. fem. of ὁ, ἡ, τό.
Greek (Liddell-Scott)
τάων: [ᾱ], Δωρ. καὶ Αἰολ. γεν. πληθ. θηλ. τοῦ ἄρθρου ὁ, ἡ, τό, ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Ἐπικοῖς.
[ᾱ], Ep. gen. pl. fem. of ὁ, ἡ, τό.
τάων: [ᾱ], Δωρ. καὶ Αἰολ. γεν. πληθ. θηλ. τοῦ ἄρθρου ὁ, ἡ, τό, ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Ἐπικοῖς.