A heap up, in Pass., Plb.8.33.5.
[Seite 210] aufhäufen, Pol. 8, 35.
ἀνασωρεύω: συσσωρεύω, παθ. τοῦ χοὸς ἀνασωρευομένου Πολύβ. 8. 35, 5.