ἀτίω

Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ῐ],

   A = ἀτίζω, ἀτίει Thgn.621; ἀτίουσι Orph.L.62.

German (Pape)

[Seite 387] nicht ehren, Theogn. 621. Vgl. ἀτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτίω: [ῐ], = ἀτίζω, δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, πᾶς τις πλούσιον ἄνδρα τίει, ἀτίει δὲ πενιχρὸν Θέογν. 621· ἀτίουσι Ὀρφ. Λιθικ. 62: - Μέσ. ἀόρ. ἀτίσατο [ῑ] Τζέτζ. Μεθ᾽ Ὅμηρ. 702· πρβλ. ἀτίζω.