ἀμανῖται
English (LSJ)
[ᾰμ], ῶν, οἱ,
A 'champignons', a kind of fungus, Nic.Fr.79, Gal.6.656, Eust.290.3, etc. ἀμάνορες· δοθιῆνες (Elean), Hsch.
German (Pape)
[Seite 115] οἱ, Erdschwämme, Nic. bei Ath. II, 61 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾱνῖται: [ᾰμ], ῶν, οἱ, εἶδος μυκήτων, «μανιταρίων», «μύκητας ἀμανίτας τότ’ ἀφεύσαις», Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 61Α, Εὐστ. 290. 3, κτλ.