τοξοχίτων
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A equipped with bow and arrows, Epich. 123 (dub. l.).
Greek (Liddell-Scott)
τοξοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὡπλισμένος διὰ τόξου καὶ βελῶν, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Τ. 1. (Ahrens χαλκοχίτωνες).
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A equipped with bow and arrows, Epich. 123 (dub. l.).
τοξοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὡπλισμένος διὰ τόξου καὶ βελῶν, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Τ. 1. (Ahrens χαλκοχίτωνες).