τρωγλίτης

Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, a bird, prob.

   A = τρωγλοδύτης 11, Hdn.Epim. 136, Eust.228.36.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἶδος χελιδόνος κατοικούσης ἐν ὀπαῖς, «πετροχελίδονον», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 281. 5., 297, Εὐστ. 228. 35.