παραδοξονίκης

Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A conquering marvellously, Plu.Comp. Cim.Luc.2; esp. of athletes, = παράδοξος 11, IG14.747 (Naples, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 477] ὁ, wider Erwarten siegend, von Einem, der an demselben Tage in der πάλη und im παγκράτιον siegte, Plut. Comp. Cim. et Lucull. 2.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοξονίκης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παραδόξως νικῶν (ὅρα παράδοξος ΙΙ. 2), Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκούλλ. σύγκρ. 2, Συλλ. Ἐπιγραφ. 5804. 6.