συμφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A fellow-watchman or guard, Th.5.80, Pl.R. 463b, 463c; σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, X.Cyr.8.6.11, 8.1.10.
German (Pape)
[Seite 993] ακος, ὁ, Mitwächter; Thuc. 5, 80; Plat. Rep. V, 463 c; τινὶ τῆς ἀρχῆς, Xen. Cyr. 8, 6, 11.
Greek (Liddell-Scott)
συμφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ συμφυλάσσων, ὁ ὁμοῦ φυλάττων ἢ φρουρῶν, Θουκ. 5. 80, Πλάτ. Πολ. 463Β, C· σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 11, κτλ.