δικελλίτης
English (LSJ)
[λῑ], ου, ὁ,
A a digger, Luc.Tim.8.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.
[λῑ], ου, ὁ,
A a digger, Luc.Tim.8.
δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.