κνημαῖος
English (LSJ)
A v. κνημιαῖος.
German (Pape)
[Seite 1460] zur Wade gehörig, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κνημαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν κνήμην, Ἱππ. ἐν Γαλ. Λεξ.
A v. κνημιαῖος.
[Seite 1460] zur Wade gehörig, Galen.
κνημαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν κνήμην, Ἱππ. ἐν Γαλ. Λεξ.