στοιχιαῖος

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α, ον,

   A equal to one row or course, in masonry, ὑπερτόναια . . πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG22.463.57.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ στρῶμα, ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36.