διχθάς
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. of foreg., Musae.298.
German (Pape)
[Seite 646] άδος, ἡ, fem. zum vorigen, Mus. 298.
Greek (Liddell-Scott)
διχθάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., Μουσαῖ. 298.
άδος, ἡ, fem. of foreg., Musae.298.
[Seite 646] άδος, ἡ, fem. zum vorigen, Mus. 298.
διχθάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., Μουσαῖ. 298.