ἀναδινέω
English (LSJ)
intr., of the eyes,
A roll, Hp.Mul.1.36:—also ἀναδινίω· περιπατῶ, and ἄνδινος· περίπατος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδῑνέω: ἀμετάβ. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, περιστρέφομαι, Ἱππ. 604. 21
intr., of the eyes,
A roll, Hp.Mul.1.36:—also ἀναδινίω· περιπατῶ, and ἄνδινος· περίπατος, Hsch.
ἀναδῑνέω: ἀμετάβ. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, περιστρέφομαι, Ἱππ. 604. 21