διερείκω
English (LSJ)
aor. -ήρῐκον (also aor. 1 part.
A -ερείξας Hsch.), cleave, πλευρὰ καὶ θώρηκα Euph.41, Alex.Aet.3.21 (tm.).
Greek (Liddell-Scott)
διερείκω: ἀόρ. -ήρῐκον, διασχίζω, Εὐφορ. 40.
aor. -ήρῐκον (also aor. 1 part.
A -ερείξας Hsch.), cleave, πλευρὰ καὶ θώρηκα Euph.41, Alex.Aet.3.21 (tm.).
διερείκω: ἀόρ. -ήρῐκον, διασχίζω, Εὐφορ. 40.