διαλωβάομαι
English (LSJ)
Dep. strengthd. for λωβάομαι, Plb.11.7.2: pf. part. Pass., in pass. sense, Plu.Caes.68: metaph.,
A δόξαι διαλελωβημέναι Id.2.986e.—Act. -λωβάω only late, Mich.in EN503.21.
German (Pape)
[Seite 588] dep. med., ganz verstümmeln, ἀναθήματα Pol. 11, 4; διαλελωβημένος, verderbt, verschlechtert, Plut., z. B. σῶμα πληγαῖς Caes. 58.
Greek (Liddell-Scott)
διαλωβάομαι: ἀποθ., ἐπιτεταμ. τοῦ λωβάομαι, Πολύβ. 11. 4, 1, κτλ.·-μετοχ. παθ. πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., Πλούτ. Καίσ. 68, κτλ.