ἐξαραί-ωσις, strengthd. for ἀραι-όω, -ωσις, Aret.CA2.6, SA 2.2.
[Seite 871] verstärktes simplex, Aret.
ἐξᾰραιόω: -αίωσις, ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀραιόω, -αίωσις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6, π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.