συμπαρακελεύομαι
English (LSJ)
Med.,
A help in inciting, Isoc.13.21.
German (Pape)
[Seite 984] dep. med., mit ermahnen, Isocr. 13, 21 Bekker, vulg. συμπαρασκευάσασθαι.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακελεύομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ παρακινῶ, παρορμῶ, Ἰσοκρ. 295D.