προάλλομαι

Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A spring forward, Q.S.4.510: aor. I part. -αλάμενος Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 706] (s. ἅλλομαι), depon. med., vorspringen; προάλοιτο, Qu. Sm. 4, 510; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

προάλλομαι: ἀποθ., πηδῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τινάσσομαι, Κόϊντ. Σμ. 4. 510, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἔνθα προαλάμενος, ὅπερ ἑρμηνεύει, «προπηδήσας».