μελισσοτρόφος

Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

Att. μελιττ-, ον,

   A feeding bees, Σαλαμίς E.Tr.799 (lyr.); χώρα J.BJ4.8.3.

German (Pape)

[Seite 124] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; Σαλαμίς, Eur. Troad. 794; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοτρόφος: Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, Σαλαμὶς Εὐρ. Τρῳ. 795˙ μ. ἡ χώρα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.