δυσπιστέω
English (LSJ)
A mistrust, τινί Plu.2.593a.
German (Pape)
[Seite 687] schwer glauben, τοῖς λεγομένοις Plut. gen. Socr. 23 A.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπιστέω: δυσπιστῶ, δὲν ἐμπιστεύομαι, τινι Πλούτ. 2. 593 Α.
A mistrust, τινί Plu.2.593a.
[Seite 687] schwer glauben, τοῖς λεγομένοις Plut. gen. Socr. 23 A.
δυσπιστέω: δυσπιστῶ, δὲν ἐμπιστεύομαι, τινι Πλούτ. 2. 593 Α.