σιδηρίζω
English (LSJ)
A to be like iron, of the magnet, Gal.11.612; of chalybeate baths, etc., Antyll. ap. Orib. 10.3.1, Paul.Aeg.1.52, 6.21.
German (Pape)
[Seite 879] 1) die Härte, Farbe des Eisens haben, Paul. Aeg. – 2) eisenartig, eisenhaltig sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρίζω: εἶμαι ὅμοιος σιδήρῳ, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Γαλην.· ἐπὶ σιδηρούχων λουτρῶν, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 279 Matth.