γλυκυθυμέω
English (LSJ)
A to be pleasant, Hierocl. in CA26p.479M.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠθῡμέω: εἶμαι εὐχάριστος, εὐφρόσυνος, Ἱεροκλ. σ. 216.
A to be pleasant, Hierocl. in CA26p.479M.
γλῠκῠθῡμέω: εἶμαι εὐχάριστος, εὐφρόσυνος, Ἱεροκλ. σ. 216.