Ep. νωχελίη, ἡ,
A laziness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Il.19.411, cf. Orph.Fr.286, Vett.Val.2.6 (pl.), Iamb.VP15.65 :—also νωχέλεια, Orib.Fr.58, Hsch.
[Seite 274] ἡ, = νωχέλεια; Hom. vrbdt Il. 19, 411 βραδττῆτί τε νωχελίῃ τε.
νωχελία: Ἐπικ. τύπος τοῦ νωχέλεια, ὃ ἴδε.