ἀνιερωστί
English (LSJ)
Adv. of ἀνίεπος, Heraclit.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιερωστί: Ἐπίρρ. = ἀνιέρως Ἡράκλειτ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 67Α, Κλήμ. Ἀλ. 19.
Adv. of ἀνίεπος, Heraclit.14.
ἀνιερωστί: Ἐπίρρ. = ἀνιέρως Ἡράκλειτ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 67Α, Κλήμ. Ἀλ. 19.