[ᾰρ], Adv., (ἀράσσω)
A with a rattle, Luc.Lex.5.
[Seite 343] mit Gerassel, Luc. Lexiph. 5.
ἀράγδην: ἐπίρ. (ἀράσσω), μετ’ ἀραγμοῦ, πατάγου, κρότου, Λουκ. Λεξιφ. 5.