ἀγχόσε
English (LSJ)
Adv.
A coming near, A.D.Adv.194.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχόσε: ἐπίρρ. πλησίον (ἐπὶ κινήσεως εἰς τόπον) Ἀπολλ. περὶ ἐπιρρ. 607. 23.
Adv.
A coming near, A.D.Adv.194.17.
ἀγχόσε: ἐπίρρ. πλησίον (ἐπὶ κινήσεως εἰς τόπον) Ἀπολλ. περὶ ἐπιρρ. 607. 23.