διεσπουδασμένως
English (LSJ)
Adv.
A diligently, D.H.1.6 codd.
Greek (Liddell-Scott)
διεσπουδασμένως: ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας καὶ φροντίδος, Διον. Ἁλ. 1. 6.
Adv.
A diligently, D.H.1.6 codd.
διεσπουδασμένως: ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας καὶ φροντίδος, Διον. Ἁλ. 1. 6.