Adv.
A transcendentally, v. ἐξαιρέω.
[Seite 881] ausnahmsweise, Olympiod.
ἐξῃρημένως: Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27.