ες,
A childish, Ph.1.394, Diog.Oen.9, Procl.Par. Ptol.284.
[Seite 463] ες, kindlich, kindisch, Philo.
βρεφώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μὲ βρέφος, νηπιώδης, Φίλων 1. 394, Κλήμ. Ἀλ. 123, κτλ.