ες,
A like a vessel, hollow, Arist.PA671a23, Eudem.Fr. 44, M.Ant.10.38.
[Seite 10] ες, gefäßartig, hohl, Schol. Ar. Vesp. 1106.
ἀγγειώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος ἀγγείῳ, κοῖλος, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 3, 8, 5, Σχόλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1106.