πρωτογενής
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι)
A first-born, primeval, κτῆμα, εἶδος, Pl.Plt.288e, 289b; of persons, LXX Ex.13.2, Orph.H.25.2; epith. of Τύχη, Historia 5.231 (Itanus); Τύχη π.,= Fortuna Primigenia, Gloss.
German (Pape)
[Seite 805] ές, erstgeboren, ursprünglich, Plat. Polit. 289 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτογενής: -ές, (γενέσθαι) πρωτόγονος, πανάρχαιος, εἶδος, κτῆμα Πλάτ. Πολιτ. 288Ε, 289Α· ἐπὶ προσώπων, Ὀρφ. Ὕμν. 24 (25). 2, κτλ.