ες,
A like a plaster, Dsc.Eup.1.196, Gal.12.512,13.396; ἐμ-τώδης, Antyll. ap. Orib.Syn.2.60.36.
[Seite 814] ες, pflasterähnlich, Diosc.
ἐμπλαστρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ἔμπλαστρον, Παῦλ. Αἰγ. 7. 24.