ές,
A vulgar, κιβδηλίη Hp.Art.78.
[Seite 563] ές, volksmäßig. gemein, Hippocr.
δημοειδής: -ές, χυδαῖος,ταπεινός, κιβδηλία Ἱππ. Ἄρθρ.837.