θεατροειδής
English (LSJ)
ές,
A like a theatre, πέτρα Str.4.1.4, cf. D.S.19.45. Adv. -δῶς Str.16.2.41; like the spectators in a theatre, Crito ap.Gal. 12.458.
German (Pape)
[Seite 1190] ές, theaterförmig, D. Sic. 19, 45; Strab. IV, 179; auch adv., XVI, 763.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροειδής: -ές, ὅμοιος θεάτρῳ, πέτρα Στράβ. 179· θεατροειδοῦς οὔσης τῆς Ρόδου Διόδ. 19. 45. Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 763.