ἁλιστεφής
English (LSJ)
ές, = foreg.,
A Θάσος Epigr.Gr.208.16, cf. Orph.A.145, 186.
German (Pape)
[Seite 98] ές, dasselbe, Mus. 49; Orph. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιστεφής: -ές, = ἁλιστέφανος, ἁ ἁλιστεφὴς Θάσος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 208. 16· πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 146.