σωματοπρεπής
German (Pape)
[Seite 1060] ές, für den Körper schicklich, ihm angemessen, Dionys. Areop., auch im adv.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοπρεπής: -ές, ἐμπρέπων εἰς τὸ σῶμα, κατάλληλος διὰ τὸ σῶμα. - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἀρ. σ. 198, 304.
[Seite 1060] ές, für den Körper schicklich, ihm angemessen, Dionys. Areop., auch im adv.
σωμᾰτοπρεπής: -ές, ἐμπρέπων εἰς τὸ σῶμα, κατάλληλος διὰ τὸ σῶμα. - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἀρ. σ. 198, 304.