παλιντυχής
English (LSJ)
ές,
A with a reverse of fortune, τριβὰ βίου A.Ag.464 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιντῠχής: -ές, ἔχων ἐναντίαν τὴν τύχην, δυστυχής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 464.
ές,
A with a reverse of fortune, τριβὰ βίου A.Ag.464 (lyr.).
πᾰλιντῠχής: -ές, ἔχων ἐναντίαν τὴν τύχην, δυστυχής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 464.