ές,
A of Asian birth, A.Pers.12, Critias6.6D.
[Seite 370] = Ἀσιαγενής, Aesch. Pers. 12.
Ἀσιᾱτογενής: -ές, Ἀσιαγενής, Ἀσιατικῆς καταγωγῆς, πᾶσα ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς ᾤχωκε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12.