νυκτικρυφής
English (LSJ)
ές,
A hidden by night, Arist.Metaph.1040a31.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτικρῠφής: -ές, ὁ κρυπτόμενος τὴν νύκτα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9.
ές,
A hidden by night, Arist.Metaph.1040a31.
νυκτικρῠφής: -ές, ὁ κρυπτόμενος τὴν νύκτα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9.