ές,
A not growing together, μόρια Placit.5.19.5; τῆ κτίσει Hsch.
[Seite 380] ές, nicht zusammenpassend, Suid.
ἀσυμφυής: -ές, ὁ μὴ συμφυής, «ἀνοίκειος, ἀνόμοιος» (Σουΐδ.), Πλούτ. 2. 908D, Κλήμ. Ἀλ. 223.