μυρμηκώεις
English (LSJ)
εσσα, εν,
A full of warts, κάρηνα Marc.Sid.97.
German (Pape)
[Seite 220] εσσα, εν, voll Warzen, Marcell. Sid.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκώεις: εσσα, εν, διαφ. γραφ. ἀντὶ μυρμηκώδης παρὰ Μαρκ. Σιδ., ἴδε μυρμηκώδης.
εσσα, εν,
A full of warts, κάρηνα Marc.Sid.97.
[Seite 220] εσσα, εν, voll Warzen, Marcell. Sid.
μυρμηκώεις: εσσα, εν, διαφ. γραφ. ἀντὶ μυρμηκώδης παρὰ Μαρκ. Σιδ., ἴδε μυρμηκώδης.