εως, ἡ,
A resounding, echoing, Ph.2.159, Plu.Sull.19.
[Seite 576] ἡ, das Umtönen, τῶν ὀρῶν ἀνταποδιδόντων τὴν περιήχησιν, Plut. Syll. 19.
περιήχησις: -εως, ἡ, ἀντήχησις, Φίλων 2.159, Πλουτ. Σύλλ. 19.