εως, ἡ,
A being roused, awaking, Hp.Prorrh.1.112, Max.Tyr.16.6.
[Seite 908] ἡ, das Aufwecken, Hippocr.
ἐπέγερσις: -εως, ἡ, ἐξέγερσις ἐκ τοῦ ὕπνου, ἀφύπνισις, αἱ ταραχώδεις ἐπεγέρσιες Ἱππ. 76. 22.