κόπωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A weariness, σαρκός LXX Ec.12.12.
German (Pape)
[Seite 1484] ἡ, Ermüdung, Ermattung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κόπωσις: -εως, ἡ, καταπόνησις, σαρκὸς Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒ΄, 12).
εως, ἡ,
A weariness, σαρκός LXX Ec.12.12.
[Seite 1484] ἡ, Ermüdung, Ermattung, LXX.
κόπωσις: -εως, ἡ, καταπόνησις, σαρκὸς Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒ΄, 12).