εως, ἡ,
A renewal, restoration in physiological sense, αἱ ἀ. σφαλεραί Hp.Aph.1.3.
[Seite 188] ἡ, neue Nahrung, frisches Wachsthum, Hippocr.
ἀνάθρεψις: -εως, ἡ, ἡ ἐκ νέου θρέψις, Ἱππ. Ἀφ. 1243, ἴδε τὸ χωρίον.